- πυκινόθριξ
- πῠκῐνό-θριξ, τρῐχος, ὁ, ἡ,= πυκνόθριξ, Nonn.D.7.322,al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυκινόθριξ — τριχος, ὁ, Α βλ. πυκνόθριξ … Dictionary of Greek
πυκνόθριξ — και πυκινόθριξ, τριχος, ὁ, ἡ Α αυτός που έχει πυκνό, δασύ τρίχωμα, δασύτριχος, πυκνότριχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός / πυκινός + θρίξ, τριχός (πρβλ. ἀγλαό θριξ)] … Dictionary of Greek